- ἀναπλέεται
- ἀναπλέωsail upwardspres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)ἀναπλέωsail upwardspres ind mp 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανάπλους — δυσανάπλους, ουν (Α) (για ποταμό) αυτός που αναπλέεται δύσκολα, με κατεύθυνση από τις εκβολές προς τις πηγές … Dictionary of Greek